- ἐφεβδοματικός
- ἐφεβδομᾰτικός, ή, όν,A presiding over the week,
θεοί PLeid.W.1.34
, 2.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεοί PLeid.W.1.34
, 2.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εφεβδοματικός — ἐφεβδοματικός, ή, όν (Α) πάπ. επόπτης, ο προϊστάμενος τής εβδομάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἑβδοματικός, παράλλ. τ. τού ἑβδομαδικός (< ἑβδομάς)] … Dictionary of Greek
ἐφεβδοματικούς — ἐφεβδοματικός presiding over the week masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)